- Κεφαλλήνων
- Κεφαλλήνmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εποτρύνω — ἐποτρύνω (Α) 1. παρακινώ, ερεθίζω («καὶ αὐτῶν θυμὸς ἐποτρύνει καὶ ἀνώγει», Ομ. Ιλ.) 2. κινώ, διεγείρω εναντίον κάποιου («νῶϊν ἐποτρύνει πόλεμον κακόν», Ομ. Ιλ.) 3. στέλνω επειγόντως («δέδοικα μή... Ἰθακήσιοι, ἀγγελίας δὲ πάντα ἐποτρύνωσι… … Dictionary of Greek
Πινιατώρος — Επώνυμο κεφαλονίτικης οικογένειας, γενάρχης της οποίας αναφέρεται ο Γεώργιος Π. από τη Σικελία (1445 – 1524), που γύρω στο 1500 μετανάστευσε στην Κεφαλονιά. Μέλη της οικογένειας αυτής πολέμησαν εναντίον των Τούρκων στην Κρήτη. Σπουδαιότεροι από… … Dictionary of Greek